- ιεροψάλτης
- οψάλτης στην εκκλησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἱεροψάλτης — singer in the temple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροψάλτης — ο (ΑΜ ἱεροψάλτης) αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο ψάλτης τής εκκλησίας μσν. αρχ. ο ιερός ψαλμωδός («ἱεροψάλτης Δαβίδ», Βασ.) αρχ. εκκλησιαστικό αξίωμα που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με χειροθεσία σε ορισμένους… … Dictionary of Greek
ἱεροψάλται — ἱεροψάλτης singer in the temple masc nom/voc pl ἱεροψάλτᾱͅ , ἱεροψάλτης singer in the temple masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροψαλτῶν — ἱεροψάλτης singer in the temple masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροψάλταις — ἱεροψάλτης singer in the temple masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροψάλτην — ἱεροψάλτης singer in the temple masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροψάλτου — ἱεροψάλτης singer in the temple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροψάλτῃ — ἱεροψάλτης singer in the temple masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
ψάλτης — ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν [ψάλλω] εκκλησιαστικό υπούργημα τού κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτης νεοελλ. 1. ποιητής που… … Dictionary of Greek